IRENE PARADEISANOU (Rétino, Creta, 1972). Estudió Filología Clásica en la Escuela Filosófica de Atenas y trabaja en Educación Pública en Heraklion, Creta. Sus poemarios Pobreza retórica (2013), Los ojos de cristal del pez (2016), En la vena de la piedra (2018) y Las palmas de los niños (2021) fueron publicados por Bacchikon ediciones.
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΤΟΡΙΝΟ
Τα δυο του χέρια
που αγκαλιάζουν το λαιμό του γέρικου δαρμένου αλόγου
αυτά τα ηττημένα χέρια
έτσι ως στρέφουν βάναυσα τους δείχτες τους στο χώμα
κοιτάξτε τα, άνθρωποι
κι απλώστε τις λωρίδες του γέλιου σας
κι ας είναι χαλίκια ανεμόδαρτα
κι ας είναι αφροί κι αλάτι και βοή που σελαγεί σε βύθισμα του χάους
κι ας είναι το ανάερο λάκτισμα της εμμονής
κι ας είναι το κεφάλι του Ιωάννη
κι ας είναι το τρεμάτο αλύχτισμα του βυθισμένου σκύλου
κι ας είναι το μειδίαμα του Σάτυρου στον Χαλεπά
κι ας είναι το στάχυ του θεριστή στο γέλιο του Βαν Γκονγκ
κι ας είναι το ραμμένο κορμί της Φρίντα Κάλο
κοιτάξτε τα άνθρωποι
σαλέψτε το στήθος της χλόης
που ακόμη δε φύτρωσε
στο αγέννητο στέρνο σας
EL CABALLO DE TURÍN
Las dos manos
abrazan el cuello del viejo y derrotado caballo
las vencidas manos
apuntan sin piedad sus índices al suelo
Mírenlos, gente, desplieguen las bandas de la risa
y que sean guijarros arrastrados por el viento
espuma y sal y gemidos que se mecen en lo profundo del caos
que sean la patada tempestuosa de la obsesión
la cabeza de Juan
que sean el llanto tembloroso del perro sumergido
la mueca de Sátiro en Calepas
y la risa de la muerte en la oreja de Van Gogh
que sea el cuerpo suturado de Frida Kahlo
Mírenlos, gente
cosechar el cofre de hierba
que aún no brota de su pecho
todavía por nacer
ΒΛΕΠΩ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Βλέπω με τα χέρια τον πυρετό να θεριεύει.
Είναι αυτός που μου δένει το λαρύγγι.
Καλπάζουν αθέατα άτια στα σπλάχνα της γης.
Κάτω απ’ το σεντόνι θαλάσσια κήτη σωπαίνουν τα μάτια.
Κίτρινος δίσκος με μαύρες κηλίδες καπνού στα χέρσα χωράφια.
Πλάτες σκυφτές ανθρώπων
βυθίζονται ολοένα σ’ αυλάκια ξερά.
Γεννιούνται με τη δίψα στο στέρνο,
πεθαίνουν με τα χέρια να δείχνουν τους μαλακούς κροτάφους.
Κοιτάξτε μας.
Είμαστε σπόρια που έφτυσαν με βία
δίσκοι φλεγόμενοι
στα χέρια μικρού θεού
που διπλωμένος στη μέση απ’ τα γέλια
χαλαρώνει τα δάχτυλα
και του πέφτουν τα παιχνίδια στο χώμα.
VEO CON MIS MANOS
Veo con mis manos la siega de la fiebre.
Él es quien me ata la garganta.
Galopan invisibles por las entrañas de la tierra.
Bajo la cobija marina de la ballena los ojos callan.
Un disco amarillo con negras manchas de humo en el campo desnudo.
Las jorobas de hombres agazapados se hunden en los áridos surcos.
Nacen con sed en el pecho,
mueren con las manos sobre las sienes tiernas.
Míranos.
Somos esporas escupidas a la fuerza,
discos que arden
en las manos de un pequeño dios
que se dobla de la risa,
afloja los dedos
y deja que los juegues impacten en el suelo.
ΚΡΑΧΤΕΣ
στη Γαλλία οι άνθρωποι φυλακίζουν τις πάπιες σε σιδερένια κλουβιά
κράχτες
να παρασύρουν στο θάνατο τ’ αδέρφια τους
στην Ελλάδα οι άνθρωποι φυλακίζουν τα παιδιά τους σε ηλεκτρικά κλουβιά
κράχτες
να παρασύρουν στη συρμάτινη ζωή τ’ αδέρφια τους
και το σύγνεφο με του νερού το ξάφνισμα
κι η ασημένια θάλασσα με του κήτους τον πόνο
και τα πουλιά με τον χωνεμένο ύπνο τους
κι εμείς με τα πλοκάμια της δίψας στο στέρνο
κι οι λέξεις
που γελάνε μαζί μου
δίχως ήχο
κι αυτό το ποίημα
που με χλευάζει
πίσω από την ορθάνοιχτη πόρτα του ονείρου
SEÑUELO
En Francia, encierran a los patos en jaulas de hierro
un señuelo
para a traer a sus hermanos a la muerte
En Grecia, encierran a sus hijos en jaulas eléctricas
un señuelo
para atraer a sus hermanos a la vida del alambre
Y viene la nube con la sorpresa del agua
y el mar de plata con el dolor de la ballena
y los pájaros con su sueño digerido
y nosotros con los tentáculos de la sed en el pecho
y las palabras
que se ríen de mí
enmudecidas
y este poema
que se burla tras
la puerta del sueño abierta de par en par
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Κάποτε θα καταφέρω να μιλήσω
για το κομμάτι σίδερο
που’ χω καρφωμένο στα σπλάχνα
για το μέταλλο που σπρώχνει το μεδούλι
στις δυο χαράδρες
δεξιά κι αριστερά στους κροτάφους
και δεν αφήνει τα μάτια να δουν τίποτα
πέρα απ’ το βουνό της άγριας λαχτάρας.
Μέχρι τότε
ας αρκούμαι σε ασκήσεις ύφους
που μύωπες οι ειδήμονες
θα βαφτίζουν ποιήματα.
Ω είναι ωραίο να σε λένε ποιήτρια.
Είναι κι αυτό μια δίκαιη ανταλλαγή.
Δίνεις τα σπλάχνα σου, παίρνεις τον τίτλο.
Ανόητοι εσείς που θαρρούσατε πως θα γελάσετε το αίμα.
Μη μου δίνετε πια συγχαρητήρια.
Μονάχα πάρτε το καρφί απ’ τα μάτια μου.
Κι αν δεν μπορείτε,
έστω
σταθείτε από κάτω
και
βαστάξτε τα καυτά πετράδια που μου καίνε τη γλώσσα.
POÉTICA
Algún día podré hablar
sobre el trozo de hierro
que llevo clavado en las entrañas
del metal que me empuja la médula
en los barrancos
a la izquierda y derecha de las sienes
y le impide a los ojos ver más allá
de las montañas el salvaje deseo
Por ahora
deja que me contente
con los ejercicios de estilo que los
expertos miopes llamarán poemas
Oh, es bueno que te llamen poeta
un intercambio justo
Das tus agallas, obtienes el título
Tontos que se atrevieron a reírse de la sangre
no me feliciten más
Saquen, tan sólo, el clavo de mi ojo
Y si no pueden
al menos
pónganse debajo
soporten las gemas que arden en mi lengua
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ
όταν ο πόνος με μουδιάζει
τον σκέφτομαι
σαλεύει τα χέρια του στο τοίχωμα του πηγαδιού
με βία που χορεύει
του ζητώ να με πάρει μαζί του
κι αυτός με κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα στο βουητό
μονάχα κοιτά
έτσι που θαρρώ πως γεννήθηκε μέσα μου αιώνες προτού γεννηθώ
(διορθώνω)
τα μάτια του
αυτά
γεννήθηκαν
μέσα μου.
SUS OJOS
Cuando el dolor me adormece
lo evoco:
sus manos golpean las paredes del pozo con
una violencia que danza
Le pido llévame contigo
y me mira con los ojos muy abiertos por el zumbido
sólo mira para
convencerme de que nació en mí siglos antes de ser alumbrada
(corrijo)
Sus ojos
tan sólo
sus ojos
nacieron en mí
Cortesía de la autora