FRANZESKA AVERBACH. 1987, Atenas. Poeta. Estudió pedagogía. Aprendió a escribir poesía en el taller de la Fundación Takis Sinopoulos. Fue miembro del equipo editorial de Mandragora Ediciones. Autora del poemario: Losses, Thrace, 2019, con el que fue nominada a los premios «Zen Moreas Poetry Awards 2020». Vive y trabaja en Edimburgo, Escocia.
ΏΣΠΟΥ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΟ ΟΥΡΑΝΟ
Η μελαγχολία μου
δεν συνέβη έτσι απρόσμενα.
Περνώ ανάμεσα σας
αντικριστά και κάπως ηρωικά
με επιθυμίες αρχέτυπου θαύματος.
Δεν παρίσταμαι.
Ωραίο όνειρο η τόλμη,
τραύμα
που φυγαδεύτηκε σε βουνοκορφές
και έγινε συνήθεια.
Είναι αδύνατον όμως εγώ
με φαντασία που ισούται με το άπειρο
να ονειρεύομαι.
Αν φύγουμε;
Αλλού;
Θα είναι καλύτερα;
Ή να κάτσουμε εδώ;
ΝΑ ΜΠΑΙΝΩ ΦΙΛΗΣΥΧΑ
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΟΡΜΑΚΙ ΣΟΥ;
Με λιγότερη καταιγίδα θα ξεφύγουμε
δεν θα ‘ ταν και άσχημη εξέλιξη των πραγμάτων
γιατί η αλήθεια στο τέλος καταβροχθίζει όσους έχουν ξεχάσει.
HASTA ENCONTRAR UN CIELO MÁS LIMPIO
Mi melancolía no
surgió de repente.
Pasó heroica entre ustedes,
los vio cara a cara,
deseosa de milagros arquetípicos.
No estoy presente.
Un bello sueño de osadía,
un trauma,
huyó a la cima de las montañas
y se hizo hábito.
Pero me es imposible,
con una imaginación igual al infinito, soñar.
¿Y si nos vamos
a otro lugar?
Sería lo mejor.
¿O deberíamos quedarnos aquí?
¿EN EL VAIVÉN DE LOS
CUERPOS MIENTRAS TE BESO?
Acabaríamos menos atormentados.
No sería un mal giro de los sucesos
porque la verdad acaba por consumir a los que han olvidado.
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ
Αποφάσισα να χειραγωγήσω
στην απολυτότητα της μοναξιάς μου
το πιο σπουδαίο έργο.
Είναι πιο εύκολο – νομίζω για μένα-
να ξεχνάω παρά να θυμάμαι.
Το κλάμα γίνεται ένα ησυχαστήριο
κι εσύ δίκαια έρχεσαι κάθε βράδυ
και με λυγμούς παραδέχεσαι τον ρομαντισμό μου.
Προφανώς υπάρχει ματαιότητα
που σε αναγκάζει να σωριάζεσαι
με την επίφαση της άνοιξης.
Άνοιξα και έκλεισα αμέσως
τη μνήμη μου, εξιλεώθηκα.
Αυτό που σιχαίνομαι
από τον άνεμο είναι ο εγωισμός του
κι εγώ είμαι ελεύθερη σα τ’ αηδόνι.
EL SACRIFICIO DE ABRIL
En lo absoluto de mi soledad
decidí adulterar
la obra más grande.
Es más fácil -para mí-
olvidar que recordar.
El llanto se convierte en un santuario.
Vienes, cada noche, bajo tu propio juicio
y, entre sollozos, admites mi romance.
Es evidente: la vanidad
te obliga a callar
bajo la primavera, su disfraz.
Al mismo tiempo, abrí y cerré
mi memoria. Fue expiada.
Lo que odio
del viento es su egoísmo
y yo soy libre como un ruiseñor.
ΟΤΑΝ ΘΑ ΤΟΝ ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΤΕ
Koίταξε τον,
πώς κάνει έτσι ο λυσσασμένος
για έναν καλύτερο κόσμο.
Κοίταξέ το
το ευτυχισμένο αγρίμι.
Και τί βιαστικός ερημίτης.
Να ξεκουμπιστεί
και να εκλείψει ο τιποτένιος.
Μη μου φοβηθείς,
νομίζω πως υπάρχουμε
εκτάκτως.
CUANDO LO RECUERDES
Mira
lo que hace ese loco
por un mundo mejor.
Mira
a la salvaje y feliz bestia.
Y qué ermitaño temerario es.
Que se vaya
y desaparezca el mezquino.
No me temas,
creo que existimos
con carácter de emergencia.
ΕΡΗΜΙΚΟΝ
Αμέσως μετά την τεράστια νύχτα,
ο εραστής ζητά τις εξηγήσεις
που οφείλονται σε γράμματα δικά μου
καταδικασμένα στον ενικό τους.
Μα εγώ τρυπώνω μέσα στην αφέλεια σου,
εύκολη δικαιολογία το τριαντάφυλλο
σπουδαία συντριβή η δίνη.
Κάνε μου τη χάρη
μες στη λαχτάρα σου για το Θαύμα
βρες μια λυπητερή παλινδρόμηση
για να αισθάνεσαι οικείος.
Δεν σ’ εξορίζω στης μοναξιάς σου τ’ αναπάντεχο.
Είσαι ένα ρόδι που θα καρπίσει μες στα στήθια μου,
σε σημείο πλέον ακούσιας ευτυχίας
κατ’ ευφημισμόν: φαντασία που χάνεται στον γκρεμό σου
Ξύπνησα.
Λυπημένη και αισιόδοξη.
Μην σε εκπλήσσει η θέρμη μου,
Και το φως μου.
AQUÍ
Justo después de la gran noche,
el amante pide una explicación
por mis cartas
condenadas a su singularidad.
Pero indago en su
ingenuidad; fácil excusa
la rosa, un gran choque, la vorágine.
Dame un respiro.
En tu anhelo por un milagro,
busca una triste regresión
que te haga sentir en casa.
No te destierro a la soledad de lo inesperado.
Eres un granado que fructificará en mi seno
hasta un punto de felicidad, ahora involuntaria;
o sea, la imaginación perdida en tu precipicio.
Estoy despierta.
Triste y optimista.
No te sorprenda mi fervor
y mi luz.
ΕΜΕΙΣ, ΕΝΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Σε κοιτώ μες στο τρόμο
με το βλέμμα της τρελαμένης μου αβεβαιότητας
είμαστε κατεστραμμένοι απ’ τη φαντασία μας,
το σώμα έχει διαμελιστεί,
ως το χάραμα δεν θα’ χουμε αντέξει.
Όσο κι αν υπερασπίστηκα
να σώσω τους σκοτωμένους απ’ το μαύρο τους
απελπίστηκα.
Διότι ακόμη και η τυραννία
θέλει γερό στομάχι για να την πάμε ως το τέλος της.
Όταν ανακαλύψαμε πως η αγάπη στο τέλος
απαγκιστρώνεται,
με κοίταξες στα μάτια και είπες:
Διάλεξε.
Ή το φως ή εμένα.
Αν και διαισθάνομαι μια σπουδαία αλληγορία,
λατρεύω εκείνους που ενώ φοβούνται τόσο
προτιμούν την κάθαρση.
NOSOTROS, UN OTOÑO
Te miro aterrorizada,
con la mirada de mi loca incertidumbre.
Nos destruye la imaginación,
el cuerpo es desmembrado;
no duraremos hasta el alba.
Por más que luché
por salvar a los muertos de su negrura,
me han desesperado.
Incluso la tiranía
necesita un estómago fuerte para llegar a su fin.
Cuando descubrimos que el amor al final
se desanuda,
me miraste a los ojos y dijiste:
Elige.
La luz o yo.
Aunque intuyo una gran alegoría,
adoro a quienes, en medio de tanto miedo,
eligen purificarse.
Cortesía de la autora